μαγνητοταινία — η συνθετική ταινία που χρησιμεύει στην καταγραφή δεδομένων ήχου και εικόνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… … Dictionary of Greek
μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… … Dictionary of Greek
βίντεο — (video). Σύστημα μαγνητικής εγγραφής εικόνων και ήχων για την τηλεοπτική αναπαραγωγή τους. Το β. ξεκίνησε ουσιαστικά ως μια ηλεκτρονική συσκευή εγγραφής τηλεοπτικών προγραμμάτων και μετέπειτα αποκωδικοποίησής τους σε σύνδεση με μια τηλεοπτική… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Νόνο, Λουίτζι — (Luigi Nono, Βενετία 1924 – 1990). Ιταλός συνθέτης. Σημαντική φυσιογνωμία της σύγχρονης μουσικής, ο Ν. αφομοίωσε τη διδασκαλία του Σαίνμπεργκ (του οποίου παντρεύτηκε την κόρη) με την έννοια ότι επιδιώκει τη γλωσσολογική έρευνα, πάντα όμως με τη… … Dictionary of Greek
Χρήστου, Γιάννης — (Ηλιούπολη, Κάιρο 1926 – Αθήνα 1970). Έλληνας συνθέτης. Από το 1945 πηγαίνει στην Αγγλία όπου σπουδάζει φιλοσοφία με τον Βιτγκενστάιν στο King’s College του Καίμπριτζ, και μουσική με τον Ρέντλιχ (μαθητή και μελετητή του Άλμπαν Μπεργκ στο… … Dictionary of Greek